Ο
σημερινός Έλληνας, βρίσκεται σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Ένα ερώτημα που κυριαρχεί
είναι το «να δω πότε θα ξεσηκωθούμε» το οποίο με λαχτάρα αλλά και με την ουρά
απέξω πιπιλίζουν πολλοί συμπολίτες. Υποτίθεται ότι ως αισθανόμενοι κατάφορα
αδικημένοι, βρίσκονται – υποτίθεται πάντα- έτοιμοι ένα βήμα πριν διεκδικήσουν το
«δίκιο τους».
Και εκεί εμφανίζεται το επόμενο ερώτημά τους: «Μα τι περιμένουν όλοι;».
Η απάντηση είναι πολύ απλή τελικά. Έχουν μείνει από καύσιμα.
Καύσιμα της ψυχής και του νου. Το ρεζερβουάρ του μυαλού τους είναι άδειο. Το δε της ψυχής τους σκουριασμένο.
Όταν πριν αρκετά πλέον χρόνια, η Ελληνική Παράδοση επαναεμφανίστηκε στη δημόσια πραγματικότητα, αντιμετώπισε ποικίλες αντιδράσεις από διάφορες κατηγορίες ανθρώπων.
Είναι αλήθεια, ότι ο όρος «επανελλήνιση» ανακατεύτηκε με πολλά άλλα πράγματα που μάλλον δεν την αφορούσαν. Εσκεμμένα ή από ρηχότητα δεν θα το κρίνω εγώ τώρα.
Όμως ως μήνυμα προς την κοινωνία, τελικά επιβίωσε έστω και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές.
Υπάρχουν σίγουρα κάποιοι οι οποίοι εξέλαβαν αυτό το μήνυμα ακριβώς όπως μεταδόθηκε.
Και τρόμαξαν. Τρόμαξαν γιατί το μήνυμα στόχευε στην κατάργησή τους από τη παρασιτική θέση στην οποία είχαν δημιουργήσει. Τρόμαξαν γιατί έβλεπαν την Κλωτσιά του Πολιτισμού να τους στοχεύει ξεκάθαρα και άμεσα. Τρόμαξαν γιατί για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, το μήνυμα μιας γνήσιας Αλλαγής είχε μαζί του κώδικα με γνήσια Μεταφυσικό περιεχόμενο και καθόλου μα καθόλου μυστικιστικό και φοβογόνο όπως το δικό τους που μοιράζουν αδιάντροπα και αρρωστημένα.
Τρόμαξαν όπως τρόμαξε και ένας πασάς κάποτε που έγραψε ότι οι «Ρωμιοί κάτι σχεδιάζετε» επειδή άρχιζαν να δίδουν στα παιδιά τους ονόματα από την Ελληνική Παράδοση. Και τα μικρά ονόματα, είναι οι ευχές της Οικογένειας προς τα νέα μέλη. Οι ευχές τους είχαν τα ονόματα του Αχιλλέως, του Αριστείδη, του Ηρακλέα, του Ιάσωνος.
Σήμερα εκατοντάδες χρόνια μετά από αυτό, η ευχή των απλών αυτών αγουροξυπνημένων Ελλήνων, άρχισε να πραγματοποιείται με τον τρόπο που ο μόνο ο Σιωπηλός Χρόνος ξέρει.
Όχι βέβαια ανεμπόδιστα ή απροβλημάτιστα, αλλά γίνεται.
Και εκεί εμφανίζεται το επόμενο ερώτημά τους: «Μα τι περιμένουν όλοι;».
Η απάντηση είναι πολύ απλή τελικά. Έχουν μείνει από καύσιμα.
Καύσιμα της ψυχής και του νου. Το ρεζερβουάρ του μυαλού τους είναι άδειο. Το δε της ψυχής τους σκουριασμένο.
Όταν πριν αρκετά πλέον χρόνια, η Ελληνική Παράδοση επαναεμφανίστηκε στη δημόσια πραγματικότητα, αντιμετώπισε ποικίλες αντιδράσεις από διάφορες κατηγορίες ανθρώπων.
Είναι αλήθεια, ότι ο όρος «επανελλήνιση» ανακατεύτηκε με πολλά άλλα πράγματα που μάλλον δεν την αφορούσαν. Εσκεμμένα ή από ρηχότητα δεν θα το κρίνω εγώ τώρα.
Όμως ως μήνυμα προς την κοινωνία, τελικά επιβίωσε έστω και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές.
Υπάρχουν σίγουρα κάποιοι οι οποίοι εξέλαβαν αυτό το μήνυμα ακριβώς όπως μεταδόθηκε.
Και τρόμαξαν. Τρόμαξαν γιατί το μήνυμα στόχευε στην κατάργησή τους από τη παρασιτική θέση στην οποία είχαν δημιουργήσει. Τρόμαξαν γιατί έβλεπαν την Κλωτσιά του Πολιτισμού να τους στοχεύει ξεκάθαρα και άμεσα. Τρόμαξαν γιατί για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, το μήνυμα μιας γνήσιας Αλλαγής είχε μαζί του κώδικα με γνήσια Μεταφυσικό περιεχόμενο και καθόλου μα καθόλου μυστικιστικό και φοβογόνο όπως το δικό τους που μοιράζουν αδιάντροπα και αρρωστημένα.
Τρόμαξαν όπως τρόμαξε και ένας πασάς κάποτε που έγραψε ότι οι «Ρωμιοί κάτι σχεδιάζετε» επειδή άρχιζαν να δίδουν στα παιδιά τους ονόματα από την Ελληνική Παράδοση. Και τα μικρά ονόματα, είναι οι ευχές της Οικογένειας προς τα νέα μέλη. Οι ευχές τους είχαν τα ονόματα του Αχιλλέως, του Αριστείδη, του Ηρακλέα, του Ιάσωνος.
Σήμερα εκατοντάδες χρόνια μετά από αυτό, η ευχή των απλών αυτών αγουροξυπνημένων Ελλήνων, άρχισε να πραγματοποιείται με τον τρόπο που ο μόνο ο Σιωπηλός Χρόνος ξέρει.
Όχι βέβαια ανεμπόδιστα ή απροβλημάτιστα, αλλά γίνεται.
Ο σύγχρονος πολίτης, αναρωτιέται
γιατί δεν αντιδρά καθώς τον χλευάζουν.
Ο ίδιος με τη σειρά του χλευάζει συχνά - όποτε δεν αδιαφορεί πλήρως για – εμάς που σηκώνουμε τα Εμβλήματα των Θεών μας και συζητούμε για Φιλοσόφους και Εορτές.
Υψώνει ειρωνικά το φρύδι (καθώς κατεβάζει ταυτόχρονα το παντελόνι του στον εφοριακό) όταν μαθαίνει την Πίστη μας και τα Νομιζόμενά μας.
Όσοι τον χειρίζονται, οι πραγματικοί ασθενείς, οι πάσχοντες από Αρχαιοφοβία, εξουσιαστικές κλίκες με ράσα ή κοστούμια, φροντίζουν είτε να μας πολεμούν με ύβρεις και χλεύη, είτε να κάνουν ότι μας αγνοούν με φανερή υπεροψία.
Έχουν έτοιμο ένα μέλλον για τους πολίτες με τα κατεβασμένα παντελόνια, που δεν είναι πλέον Πολίτες, που η αυλαία του μέλλοντος αυτού είναι η Αμνησία, βαμμένη πορφυρή και ραμμένη με σύγχρονο τρόπο.
Τελικά σε πείσμα όλων αυτών, στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη η οποία πάσχει από την ίδια αρρώστια της Αρχαιοφοβίας, οι Βωμοί των Θεών ξανασηκώνονται.
Ο απελπισμένος πολίτης που ξέμεινε από κάθε ιδανικό, αφού το αντάλλαξε με αμάξι ή μια άλλη “καλοπέραση» γενικώς, προσπαθεί απελπισμένα να σηκώσει κάτι φθαρμένα συνθήματα «ισμών» μήπως και μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάτι που θα τον σώσει.
Το σημείο αναφοράς του, παραμένει το τελικό αποτέλεσμα που επιθυμεί, δηλαδή η ατομική βολή του. Και για αυτό είναι καταδικασμένος να αποτύχει.
Εμείς, από όπου και αν βρισκόμαστε, με σημείο αναφοράς μας τις Παραδόσεις, τις ζώσες Παραδόσεις που διαρκώς εξελίσσονται μαζί μας, εμείς οι ίδιοι μπορούμε να είμαστε η Απάντηση στην κατάρρευση γύρω μας. Την κατάρρευση των ατόμων.
Γιατί εμείς, είμαστε πολλοί και ταυτόχρονα ένα σώμα. Το «εμείς», αν το σκεφθείτε τελικά, έχει μόνο Ενικό..
Ο ίδιος με τη σειρά του χλευάζει συχνά - όποτε δεν αδιαφορεί πλήρως για – εμάς που σηκώνουμε τα Εμβλήματα των Θεών μας και συζητούμε για Φιλοσόφους και Εορτές.
Υψώνει ειρωνικά το φρύδι (καθώς κατεβάζει ταυτόχρονα το παντελόνι του στον εφοριακό) όταν μαθαίνει την Πίστη μας και τα Νομιζόμενά μας.
Όσοι τον χειρίζονται, οι πραγματικοί ασθενείς, οι πάσχοντες από Αρχαιοφοβία, εξουσιαστικές κλίκες με ράσα ή κοστούμια, φροντίζουν είτε να μας πολεμούν με ύβρεις και χλεύη, είτε να κάνουν ότι μας αγνοούν με φανερή υπεροψία.
Έχουν έτοιμο ένα μέλλον για τους πολίτες με τα κατεβασμένα παντελόνια, που δεν είναι πλέον Πολίτες, που η αυλαία του μέλλοντος αυτού είναι η Αμνησία, βαμμένη πορφυρή και ραμμένη με σύγχρονο τρόπο.
Τελικά σε πείσμα όλων αυτών, στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη η οποία πάσχει από την ίδια αρρώστια της Αρχαιοφοβίας, οι Βωμοί των Θεών ξανασηκώνονται.
Ο απελπισμένος πολίτης που ξέμεινε από κάθε ιδανικό, αφού το αντάλλαξε με αμάξι ή μια άλλη “καλοπέραση» γενικώς, προσπαθεί απελπισμένα να σηκώσει κάτι φθαρμένα συνθήματα «ισμών» μήπως και μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάτι που θα τον σώσει.
Το σημείο αναφοράς του, παραμένει το τελικό αποτέλεσμα που επιθυμεί, δηλαδή η ατομική βολή του. Και για αυτό είναι καταδικασμένος να αποτύχει.
Εμείς, από όπου και αν βρισκόμαστε, με σημείο αναφοράς μας τις Παραδόσεις, τις ζώσες Παραδόσεις που διαρκώς εξελίσσονται μαζί μας, εμείς οι ίδιοι μπορούμε να είμαστε η Απάντηση στην κατάρρευση γύρω μας. Την κατάρρευση των ατόμων.
Γιατί εμείς, είμαστε πολλοί και ταυτόχρονα ένα σώμα. Το «εμείς», αν το σκεφθείτε τελικά, έχει μόνο Ενικό..