Μες στην ανθρώπινη Ιστορία, συχνά οι αιώνες φαίνεται ν᾽ αντιγράφουν ο
ένας τον άλλον, όταν η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια και δεν αλλάζει, «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ἦ», καθὼς παρατηρεί ο Θουκυδίδης.
Τὰ δάνεια δένουν τους ανθρώπους με αόρατα δεσμά. «Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ», διαπίστωνε και ο Μένανδρος. Οι δανειστές δίνουν και την ίδια στιγμὴ δένουν κατά τρόπο φορτικό∙ δίνουν και ταυτόχρονα δένουν αόρατα σαν την αράχνη, για να μπορούν να πάρουν πολύ περισσότερα απ᾽ όσα έδωσαν∙ δίνουν αφού πρώτα δέσουν χειροπόδαρα τον δανειζόμενο!
Πότε συνέβησαν όλα αυτά που περιγράφει ο Πλούταρχος; Συνέβησαν περί τα τέλη του 1ου αι. μ.χ. Οι Ελληνικές πόλεις, αλωμένες από τον τότε κοσμοπολιτισμό, μαστίζονταν -όπως και σήμερα- από την μάστιγα της υπερχρέωσης, κυρίως σε Ρωμαίους δανειστές, τους οποίους ο ίδιος ο Πλούταρχος, στον Βίο του Κάτωνος νεωτέρου αποκαλεί «πλωτικοὺς καὶ δανειστικοὺς ἀνθρώπους», δηλαδή, ανθρώπους που ταξείδευαν και πλούτιζαν από τον δανεισμό.
Είναι εύλογο να μισούνται όσοι βάσισαν την κυριαρχία τους στην Χρηματιστική και ιδιαίτερα την τοκογλυφία, λέει ο Αριστοτέλης, αφού «μάλιστα παρὰ φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστιν»:
«Εὐλογώτατα μισεῖται ἡ ὀβολοστατικὴ διὰ τὸ ἀπ᾽ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τὴν κτῆσιν καὶ οὐκ ἐφ᾽ ὅπερ ἐπορίσθη. Μεταβολῆς γὰρ ἐγένετο χάριν, ὁ δὲ τόκος αὐτὸ ποιεῖ πλέον (ὅθεν καὶ τοὔνομα τοῦτ᾽ εἴληφεν· ὅμοια γὰρ τὰ τικτόμενα τοῖς γεννῶσιν αὐτά ἐστιν, ὁ δὲ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ νομίσματος)· ὥστε καὶ μάλιστα παρὰ φύσιν οὗτος τῶν χρηματισμῶν ἐστιν».
Ευλογώτατα μισείται η τοκογλυφία, διότι το κέρδος είναι από αυτό το ίδιο το νόμισμα και όχι από τον σκοπό για τον οποίο εξευρέθηκε το νόμισμα. Διότι αυτό δημιουργήθηκε χάριν ανταλλαγής, ενώ ο τόκος το κάνει περισσότερο (και από το γεγονός αυτό έλαβε και το όνομά του∙ καθότι τα γεννώμενα είναι όμοια προς τους γεννώντες, ο δε τόκος είναι γέννηση νομίσματος από νόμισμα -εκ του ρ. τίκτω, παρακ. τέτοκα, μετ. τετοκός)∙ ώστε ανήκει στους ακρότατα παρά φύσιν τρόπους απόκτησης χρημάτων.
( Αριστοτέλης «Πολιτικά», βιβλ. Α΄, κεφ. 10)
Το παρά φύσιν και το θηριώδες του τόκου, σατιρίζει πικρά και ο Αριστοφάνης, στον εξής διάλογο:
«Τοῦτο δ᾽ ἔσθ᾽, ὁ τόκος, τί θηρίον;»
Τοῦτος ὁ τόκος πάλι, τί θηρίο εἶναι;
«Τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ κατὰ μῆνα καὶ καθ᾽ ἡμέραν πλέον πλέον τἀργύριον αἰεὶ γίγνεται ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου;»
Τί άλλο βέβαια, παρά το ότι κάθε μήνα και κάθε μέρα όλο και περισσότερο γίνεται συνεχώς τὸ χρήμα, καθώς κυλάει ο χρόνος;
(Νεφέλαι, στ. 1286)
«Όταν ακούης τοκογλύφον, τρέμε» γράφει στην «Χρυσή Διαθήκη» του (1901) ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, γνωστός και ως Αρκάς, «ουδεμία πληγή δύναται να συγκριθή προς αυτόν. Αι επτά πληγαί της Αιγύπτου, κατέστρεψαν τα επ᾽ αυτής, αλλ᾽ αφήκαν την Αίγυπτον. Ο Θεός ελησμόνησε τον τοκογλύφον· ούτος θα κατέτρωγε και αυτήν την Αίγυπτον, και θα κατέπινε τον Νείλον διά να την χωνεύση».
Και αφού στηλιτεύσει την απύθμενη απληστία του δανειστή, δεν παραλείπει να επισημάνει και την ευθύνη του άλλοτε ελεύθερου ανθρώπου: «Η Δουλεία υπήρξε πάντοτε η αχάριστος κόρη της Ελευθερίας, ο δε άνθρωπος, μόλις αισθάνεται τας χείρας του ελευθέρας, ουδέν άλλο πράττει, ή να σφυρηλατή, διά παντός υλικού, δεσμά!»
Από ψυχολογικής απόψεως, ο δανεισμός δημιουργεί μια παρά φύσιν υβριδική σχέση: Από την μιά γεννάει στους Δανειστές μια άνευ ορίων αρπακτική απληστία και πλεονεξία, ενώ από την άλλη στους Δανειζόμενους γεννάει μια αυτοενοχοποιητική αβουλία, ιδίως όταν περιέρχονται σε κατάσταση υπερημερίας, δηλαδή όταν περνούν οι ημέρες που είχαν οριστεί για την εξόφληση των υποχρεώσεών τους και αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτές.
Ο Δανεισμός είναι κάτι το αφύσικο και δημιουργεί αφόρητες καταστάσεις, τις οποίες πρέπει να αποφεύγουμε πάση θυσία. Τα δάνεια, πράγματι, δένουν τους ανθρώπους με αόρατα δεσμά. Πώς αποφεύγουμε, λοιπόν, τον δανεισμό και τα δάνεια; Και πώς απελευθερωνόμαστε από αυτά; Το βιβλίο λειτουργεί ως ένα αποτελεσματικό εγχειρίδιο τομής και φιλοσοφικής καυτηρίασης αυτού του διαχρονικού κακού.
Γιώργος Λαθύρης. Από την Εισαγωγή τού Βιβλίου: Πλούταρχος, Περί του μη δειν δανείζεσθαι, Εκδόσεις ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ, Αθήνα 2013.
ΠΗΓΗ