ΕΠΙ-ΣΚΕΨΕΙΣ:

Free Web Counter

Αρχειοθήκη Κειμένων

3 Σεπ 2013

Ο ΟΡΦΕΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ

Ὁ Ὀρ­φεὺς εἶ­ναι ὁ θε­με­λιωτὴς τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Θε­ο­λο­γί­ας, γι΄ αὐτὸ καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­να­φέ­ρο­νταν πά­ντο­τε σὲ αὐτὸν μὲ τὸ προ­σω­νύ­μιο «ὁ Θε­ο­λό­γος». Ὁ Πρόκλος (5ος μ.χ. αἰ.) ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι: «Ἅπασα ἡ παρ΄ Ἕλλησι Θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστι Μυσταγωγίας ἔκγονος...» Ὅλη ἡ Θεολογία τῶν Ἑλλήνων εἶναι γέννημα τῆς Ὀρφικῆς Μυσταγωγίας. Σύμ­φω­να μὲ τὴν Πα­ρά­δο­ση, ἡ γέν­νη­ση καὶ ἡ δρά­ση τοῦ Ὀρ­φέ­ως το­πο­θε­τεῖ­ται πολὺ πρὶν ἀπὸ τὰ Τρω­ικὰ Γε­γο­νό­τα, ἡ χρο­νο­λό­γη­ση τῶν ὁ­ποί­ων (βάσει τῶν εὑ­ρη­μά­των καὶ ἀντικειμενικῶν ἐρευνῶν) με­τα­κι­νεῖ­ται διαρ­κῶς στὸ βά­θος τῶν ἱ­στο­ρικῶν χρό­νων.
Ὁ Ὀρ­φεύς, κατὰ τὰ μυστικῶς παραδεδομένα, ἦταν ἕνα θεῖο ὄν, ἕνας «Θεὸς ἐπὶ γαίης», ὅπως καὶ στὰ νεώτερα χρόνια ὁ Ἀπολλώνιος ὀ Τυανεύς, καὶ λέγεται ὅτι ἔζησε ἐπὶ ἐννέα γενεές. Ἴσως αὐτὸ νὰ ὑπονοεῖ τὴν μακρὰ ἐπιβίωση τῆς ίερῆς Διδασκαλίας του, ὑπὸ τὸν μανδύα τῆς μουσικῆς, κι ἔτσι θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν «διαμελισμό» του ἀπὸ τὶς Βάκχες καὶ τὸ ὅτι ἠ «κομμένη κεφαλή» του ἐξεβράσθη «αὐδήεσσα» στὴν νῆσο Λέσβο, ὅπου προφανῶς διατηρήθηκε τὸ κύριο μέρος τῆς μουσικῆς του παραδόσεως. Αὐτό, ἐξάλλου, ἀντιλαμβανεται καὶ ὁ ἀρχαίος Σχολιαστής, ὅταν σημειώνει: «Τοῦτο δὲ ἐμυθεύθη διὰ τὸ ἀρίστους ἐκεῖ καὶ μετὰ Ὀρφέως γενέσθαι ἄνδρας λογίους, ὧν ἦν καὶ Ἀρίων ὁ Μηθυμναῖος καὶ Πιττακὸς καὶ ὁ ποιητὴς Ἀλκαῖος καὶ ἡ Σαπφώ.»
Ὁ Ὀρ­φεὺς ἦταν βασιλόπαις, πρίγκηπας δηλαδὴ τοῦ Θρακικοῦ Βασιλείου, τὸ ὁποῖο στὴν ἐποχή του ἐκτεινόταν μέχρι τὸν Ὄλυμπο, στὰ κράσπεδα τοῦ ὁποίου, ἐξάλλου, γεννήθηκε κι ὁ ἴδιος∙ στὰ Λείβηθρα τῆς Πιερίας. Υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Θράκης Οἰάγρου καὶ τῆς Καλλιόπης, μιᾶς ἐκ τῶν ἑννέα Μουσῶν, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος στὸν Ὕμνο τῶν Μουσῶν ἀποκαλεῖ «μητέρα»: «Καλλιόπῃ σὺν μητρὶ καὶ εὐδυνάτῃ Θεᾷ ἁγνῇ». Παππούς του ἦταν ὁ Θάρυψ, μύστης τῶν Διονυσιακῶν Μυστηρίων, καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ διατηρήθηκε καὶ στὰ κλασικὰ χρόνια, ὡς Θάρυπος, στὴν ὀνομαστική, καὶ ὡς Θαρύπας, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Θουκυδίδης καὶ Ξενοφῶν, ἀντιστοίχως.
Ἀπὸ τὸ βασιλικό του περιβάλλον μυήθηκε στὶς ἀρχέγονες λατρεῖες τοῦ εὐρύτερου Ἑλληνικοῦ Χώρου καὶ ἀνδρώθηκε μέσα στὰ ἀρχέγονα νάματά τους. Μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἔθεσε τὴν δική του Ἀπολλώνια «σφραγῖδα τυπῶτιν» στὴν ἐξέλιξη τῆς Ἑλληνικῆς Παραδόσεως καὶ ἰδίως τῆς Θρησκευτικῆς, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὅρος «θρησκεία» προέρχεται ἀπὸ τὸν Θρᾷκα Ὀρφέα∙ θρασκεία > θρησκεία, ὅρος ποὺ σήμαινε τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἐν γένει μυστηριακὴ λατρεία τῶν Θεῶν, ὅπως μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τὰ διασωθέντα:
«Πρῶτος Ὀρφεὺς μυστήρια Θεῶν παραδέδωκεν, ὅθεν καὶ θρῃσκεία τὸ μυστήριον καλεῖται ἀπὸ τοῦ Θρᾳκὸς Ὀρφέως». Καὶ «θρησκεύειν, παρὰ τοὺς Θρᾴκας, σὺν ἐπιμελείᾳ σέβειν τὸ θεῖον».
Ὁ Ἡσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεὺς δίνει τὴν ἑξῆς ἑρμηνεία: «Θρησκεία = σέβασμα, λατρεία» καὶ «θρήσκω = νοῶ». Στὸ δὲ Λεξικὸν Σούδα, τὸ ρῆμα «θρησκεύω» ἑρμηνεύεται ὡς: «Θεοσεβῶ, ὑπηρετῶ τοῖς Θεοῖς. Λέγεται γὰρ ὡς Ὀρφεὺς Θρᾷξ πρῶτος τεχνολογῆσαι τὰ Ἑλλήνων μυστήρια. Καὶ τὸ τιμᾶν Θεὸν θρησκεύειν ἐκάλεσαν, ὡς Θρᾳκίας οὔσης τῆς εὑρέσεως».
Στὴν μακραίωνη Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, διαμορφώθηκαν Τέσσερις Τρόποι Θεολογικῆς Διδασκαλίας:
1.- Ὁ διὰ Συμβόλων. Κυρίως μέσω τῶν Μύθων καὶ τῶν κωδικῶν Ὀνομάτων, τὰ ὁποῖα ὡς «ἀγάλματα φωνήεντα» συντηροῦν τὴν γνώση γιὰ τοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς θείους κόσμους. Αὐτὸς εἶναι ὁ Τρόπος τοῦ Ὀρφέως, Ὁμήρου, Ἡσιόδου, Νόννου, κ.ἄ. μνημονευόμενος ὡς Ὀρφικὸς ἢ Ὁμηρικὸς Τρόπος.
2.- Ὁ κατ’ Ἐπίπνοιαν. Κυρίως μέσω τῶν Μυστηρίων καὶ τῆς Μαντικῆς. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ὁ Ἐνθουσιαστικός, Ἐκστατικὸς Τρόπος.
3.- Ὁ δι’ Εἰκόνων. Κυρίως μέσω τῶν Μαθηματικῶν, τῆς έννόησης τῶν Ἀριθμῶν καὶ τῆς ἱερῆς Γεωμετρίας. Εἶναι ὁ Πυθαγόρειος Τρόπος.
4.- Ὁ κατ’ Ἐπιστήμην. Κυρίως μέσω τῆς Διαλεκτικῆς καὶ ἐξυψωμένων λογικῶν διεργασιῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ Τρόπος τῶν Παρμενίδη, Σωκράτη, Πλάτωνος, κ. ἄ. μνημονευόμενος ὡς Πλατωνικὸς Τρόπος.
Κανένας Τρόπος δὲν ἀποκλείει τὸν ἄλλον, ἀλλά, θὰ λέγαμε, ὅτι ὅλοι μαζὶ συγκροτοῦν μιὰν ἀφανῆ ἁρμονικὴ Τετρακτὺ τῆς Ἑλληνικῆς Θεολογίας, μὲ ἀξεπέραστο, κατὰ τὴν γνώμη μας, τὸν Ὀρφικὸ καὶ Ὁμηρικὸ Τρόπο, ὁ ὁποῖος –ὡς ἕνα εἶδος Πηγῆς, τροφοδοτεῖ ἀενάως ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ καὶ ὁ Πυθαγόρας καὶ ὁ Πλάτων στὸν Ὀρφέα συνεχῶς ἀναφέρονται, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ σπουδαῖος ἀρχηγέτης τῆς Ἀκαδήμειας Πρόκλος:
«Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν Πυθαγορείων ἀρχαῖς. Αὗται δέ εἰσιν αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις· ἃ γὰρ Ὀρφεὺς δι' ἀπορρήτων λόγων μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα Πυθαγόρας ἐξέμαθεν ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος ἣν περὶ Θεῶν Ὀρφεὺς σοφίαν παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη· ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ Πυθαγόρας ἐν τῷ Ἱερῷ λόγῳ».
Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῶν Πυθαγορείων. Αὐτὲς δέ εἶναι οἱ Ὀρφικὲς παραδόσεις· διότι ὅσα ὁ Ὀρφεὺς δι' ἀπορρήτων λόγων μυστικῶς παρέδωσε, αὐτὰ ὁ Πυθαγόρας τὰ ἔμαθε, ἀφοῦ μυήθηκε στὰ Λείβηθρα τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν τελετουργὸ Ἀγλαόφημο, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέδωσε τὴν μυστικὴ διδασκαλία περὶ τῶν Θεῶν, τὴν ὁποία ὁ Ὀρφεὺς διδάχθηκε ἀπὸ τῆν μητέρα του Καλλιόπη· διότι αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἴδιος ὁ Πυθαγόρας στὸν Ἱερὸ Λόγο του. (Πρόκλος, Εἰς Πλάτωνος Τίμαιον, 168).
Καί: «Ὑπό τε Ὀρφέως καὶ Πλάτωνος ὁ αὐτὸς ἀνυμνεῖται δημιουργὸς Ζεύς».
Τόσο ἀπὸ τὸν Ὀρφέα ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὁ ἴδιος Δημιουργὸς ἐξυμνεῖται, ὁ Ζεύς. (Πρόκλος, Εἰς Πλάτωνος Τίμαιον, 317).
Καί: «Ταῦτα πάντα ἡμᾶς ἡ Ὀρφέως ἐδίδαξεν ὑφήγησις.» Ὅλα αὐτὰ μᾶς τὰ δίδαξε ἡ διδασκαλία τοῦ Ὀρφέως». (Πρόκλος, Εἰς Πλάτωνος Τίμαιον, 209).
Ἀλλὰ καὶ ὁ βιογράφος τοῦ Πυθαγόρα, θεῖος Ἰάμβλιχος, ἐπισημαίνει:
«Ὅλως δέ φασι Πυθαγόραν ζηλωτὴν γενέσθαι τῆς Ὀρφέως ἑρμηνείας τε καὶ διαθέσεως καὶ τιμᾶν τοὺς Θεοὺς Ὀρφεῖ παραπλησίως».
Λένε δὲ ὅτι ἀπὸ κάθε ἄποψη ὁ Πυθαγόρας ἔγινε ζηλωτὴς τῆς ἑρμηνείας καὶ τοῦ φρονήματος τοῦ Ὀρφέως καὶ τιμοῦσε τοὺς Θεοὺς μὲ τρόπο παραπλήσιο πρὸς τὸν Ὀρφέα. (Ἰάμβλιχος, Περὶ τοῦ Πυθαγορείου Βίου, 151).
Τώρα, τὸ ποιὸς ἀκριβῶς ἦταν ὁ Ὀρφικὸς Τρόπος διδασκαλίας καὶ μυήσεως τῶν μαθητῶν του, μᾶς εἶναι δύσκολο ν’ ἀντιληφθοῦμε σήμερα∙ θα πρέπει νὰ φανταστοῦμε ἕναν συνδυασμὸ λόγου, μουσικῆς, καὶ τελετουργικοῦ χοροῦ∙ μιὰ ἰδέα δίνει ὁ Λουκια­νός, στὸ ἔργο του «Περὶ Ὀρχήσεως»:
«Τελετὴν οὐδεμίαν ἀρχαίαν ἔστιν εὑρεῖν ἄνευ ὀρχήσεως, Ὀρφέως δηλαδὴ καὶ Μουσαίου καὶ τῶν τότε ἀρίστων ὀρχηστῶν καταστησαμένων αὐτάς, ὥς τι κάλλιστον καὶ τοῦτο νομοθετησάντων, σὺν ῥυθμῷ καὶ ὀρχήσει μυεῖσθαι».
Δὲν θὰ βροῦμε καμμία ἀρχαία τελετή χωρὶς ὄρχηση (χορό), τοῦ Ὀρφέως δηλαδὴ καὶ τοῦ Μουσαίου καὶ τῶν τότε ἀρίστων ὀρχηστῶν (χορευτῶν) ποὺ τὶς καθιέρωσαν, ὡς κάτι τὸ κάλλιστο καὶ τοῦτο νομοθέτησαν, τὸ νὰ μυεῖται κανεὶς μὲ ρυθμὸ καὶ χορευτικὴ κίνηση.

Οἱ Ὀρ­φι­κοὶ Ὕ­μνοι εἶναι ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα, ὡραιότερα, καὶ πολυτιμότερα λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας∙ διαπερνῶνται ἀπὸ μιὰν Ἀπολλώνια ἔμπνευση, καθὼς ὁ Ὀρφεὺς «ἔνθεος γενόμενος ἐποίησεν τοὺς Ὕμνους»∙ καὶ ἡ ἀκτινοβολία τους διαπερνᾶ τοὺς αἰῶνες. Ὁ Πλάτων στοὺς Νόμους του, θέλοντας νὰ δώσει ἕνα κριτήριο γλυκυτάτου μουσικοῦ ἀκούσματος, ἀναφέρεται στοὺς Ὀρφείους Ὕμνους καὶ σὲ αὐτοὺς τοῦ Θαμύρα (ποὺ δὲν μᾶς διεσώθησαν): «Μηδ' ἂν ἡδίων ᾖ τῶν Θαμύρου τε καὶ Ὀρφείων ὕμνων». Ἀκόμα κι ἂν εἶναι γλυκύτεροι τῶν Ὕμνων τοῦ Ὀρφέως καὶ τοῦ Θαμύρα.
Καὶ ὁ Εὐριπίδης στὴν Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, δίνοντας ἕνα μέτρο ἄκρας πειθοῦς, διὰ στόματος Ἰφιγενείας, ἀναφέρεται στὸν λόγο τοῦ Ὀρφέως:

Εἰ μὲν τὸν Ὀρφέως εἶχον λόγον, ὦ πάτερ,
πείθειν ἐπάιδουσ', ὥσθ' ὁμαρτεῖν μοι πέτρας
κηλεῖν τε τοῖς λόγοισιν οὓς ἐβουλόμην…

Ἂν εἶχα τὸν λόγο τοῦ Ὀρφέως, πατέρα μου,
καὶ μποροῦσα ἄδοντάς τον νὰ πείθω, ὥστε νὰ συναρμόζω πέτρες
καὶ νὰ γοητεύω μὲ τὰ λόγια μου αὐτοὺς ποὺ θὰ ἤθελα…

Οἱ Ὀρ­φι­κοὶ Ὕ­μνοι, ποὺ στὸ θεῖο ἄ­κου­σμά τους ἡ­μέ­ρευαν ἀ­κό­μα καὶ τὰ πιὸ ἄ­γρια θη­ρί­α (δη­λα­δή, τὰ πολυποίκιλα πά­θη τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων), ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν βά­ση ὅ­λων τῶν Τυ­πικῶν τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Θρη­σκεί­ας. Σὲ ὅ­λα τὰ τυ­πικά, τε­λετὲς καὶ ἰε­ρο­πρα­ξί­ες τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Θρη­σκεί­ας χρη­σι­μο­ποιεῖ­ται τὸ ἀρ­χαῖο κεί­με­νο, τὸ ὁ­ποῖο ὁ Ἱε­ρουρ­γὸς καὶ κάθε συμπράττων λειτουργὸς τῆς Τελετῆς κα­λοῦνται νὰ ἐκ­μά­θουν καὶ ἐκ­φω­νοῦν ἀπὸ μνή­μης καὶ διὰ ζώ­σης (διό­τι τό­τε ἐμ­ψυ­χοῦ­ται τὸ ἐκ­φω­νού­με­νον καὶ δια­πνέ­ε­ται ἀπὸ τοὺς κρα­δα­σμοὺς τοῦ ἀρχαίου λό­γου), μὲ ἱε­ρο­πρέ­πεια καὶ εὐ­λά­βεια πρὸς τὶς θεῖες ἔν­νοιες καὶ τὰ θεῖα νο­ή­μα­τα, ποὺ ἐ­μπε­ριέ­χο­νται στοὺς πα­νάρ­χαιους καὶ ἱε­ρώ­τα­τους Ὕ­μνους τοῦ Ὀρ­φέ­ως. Γιὰ κά­θε εἰ­δικὴ πε­ρί­πτω­ση (γε­νέ­θλια, ὀ­νο­μα­το­δο­σί­α, γά­μος, κήδευση, κλπ.), ὁ Ἱε­ρουρ­γὸς τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Θρη­σκεί­ας ἐ­κτε­λεῖ τὸ ἀ­νά­λο­γο Τυ­πι­κό∙ καὶ Τυ­πικὸ δὲν ση­μαί­νει μη­χα­νι­κό­τη­τα στὴν ἐ­κτέ­λε­ση, ἀλ­λὰ ὑ­πα­κοὴ σὲ ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρο Τύ­πο, ἀρ­χέ-Τυ­πο, ἀφοῦ κάθε Τυπικὸ εἶναι -ἢ, τουλάχιστον, ὀφείλει νὰ εἶναι- μιὰ παραδειγματικὴ δράση στὸ γήινο πεδίο.
Οἱ Ὀρ­φι­κοὶ Ὕ­μνοι (οἱ 88 καὶ ὁ εἰ­σα­γω­γι­κὸς συμπαντικὸς Ὕμνος) ἀ­πο­τε­λοῦ­νται ἀπὸ χί­λιους ἑ­κατὸν εἴκοσι ἑπτὰ (1127) στίχους καὶ ἀ­νή­κουν στὰ γε­νικῶς ἀ­πο­δε­κτὰ Ἱερὰ Κεί­με­να τῶν Ἑλ­λή­νων, ἀπὸ τοὺς ἀρ­χαί­ους χρό­νους μέ­χρι σή­με­ρα... Ἡ Ἑλ­λη­νικὴ Θρη­σκεί­α, παρὰ τοὺς ἀ­νε­λέ­η­τους καὶ ἐ­ξο­ντω­τι­κοὺς διωγμοὺς 17 περίπου αἰώ­νων, ἐ­πι­βί­ω­σε ἐν κρυ­πτῷ, χά­ρη στὴν ἀ­νώ­τε­ρη καὶ θεί­α προ­έ­λευ­σή της ἀλ­λὰ καὶ στὶς βα­θύ­τα­τες ρί­ζες της, καὶ ἤ­δη τὰ τε­λευ­ταί­α χρό­νια διεκ­δι­κεῖ μὲ ἀρ­γά, ἀλ­λὰ στα­θερὰ καὶ σθε­ναρὰ βή­μα­τα, τὴν δη­μό­σια ἐ­πα­νεμ­φά­νι­ση καὶ ἀ­πο­δο­χή της. Χιλιάδες πλέον Ἕλληνες –καὶ ὄχι μόνον- θρησκεύονται κατὰ τὰ Πάτρια καὶ τὸ ὁμολογοῦν μὲ παρρησία! Ἀλλὰ αὐτὸ ἔχει ξεσηκώσει καὶ πλῆθος ἐχθρότητες καὶ ἐπιβουλὲς ἀπὸ τὴν καθεστηκυῖα ἀρνητικότητα, ἀπὸ τὴν θεσμοθετημένη ἀσέβεια τόσων αἰώνων ἀπέναντι σὲ κάθετὶ γνήσια Ἑλληνικό!

Ἡ πα­ροῦσα ἔκ­δο­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸ ἀρ­χαῖο κεί­με­νο τῶν Ὕ­μνων, ἀ­πο­κα­τα­στη­μέ­νο συ­ντα­κτικῶς καὶ γλωσ­σικῶς ὅ­που ὑπῆρ­χαν δι­πλο­τυ­πί­ες, ἀ­σά­φειες ἢ σύγ­χυ­ση στί­χων, κατόπιν ἐνδελεχοῦς συγκρίσεως ὅλων τῶν ὑπαρχουσῶν ἐκδόσεων, Ἑλληνικῶν καὶ ξένων. Οἱ ἀποδόσεις τῶν Ὕμνων σκοπὸ ἔχουν νὰ ὑπηρετήσουν καὶ ὑποβοηθήσουν τὴν κατανόηση τοῦ πρωτοτύπου καὶ ὄχι νὰ τὸ ὑποκαταστήσουν∙ τὸ πρωτότυπο κείμενο εἶναι γιὰ πολλοὺς λόγους ἀναντικατάστατο. Μετὰ ὰπὀ μιὰ μακρὰ διαδικασία -μιᾶς ἐννεαετίας τουλάχιστον, ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοση- συνεχοῦς χρήσεως καὶ ἐπισταμένης διδασκαλίας ὅλων τῶν Ὀρφικῶν Ὕμνων, εἴμαστε σὲ θέση, πιστεύουμε, νὰ δώσουμε στὸν σύγχρονο Ἕλληνα θρησκευτὴ μιὰ κατὰ τὸ δυνατὸν πλήρη καὶ τέλεια ἔκδοση.
Ἡ ἔκ­δο­ση αὐτὴ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μὲ κάθε σε­βα­σμὸ καὶ ὑ­πο­μονή∙ μὲ τὶς Ἀποδόσεις καὶ τὸ ἀναλυτικὸ Εὑρετήριο πασῶν τῶν λέξεων τῶν Ὀρφικῶν Ὕμνων, στοχεύουμε στὴν ἐννόηση, κα­τα­νό­η­ση, καὶ πρόσληψη τοῦ πρω­το­τύ­που ἀρ­χαί­ου κει­μέ­νου, τὸ ὁ­ποῖο εἶ­ναι ἀ­να­ντι­κα­τά­στα­το διό­τι πε­ριέ­χει ἠ­χη­τι­κοὺς κώ­δι­κες, μηνύματα καὶ νο­ή­μα­τα ἀ­να­πό­δο­τα, κραδασμικὲς μνῆμες αἰώνων… Ὁ­ρι­σμέ­νοι στί­χοι τῶν Ὀρ­φικῶν Ὑ­μνων μά­λι­στα, ἀ­πο­τε­λοῦν θέ­μα­τα βα­θύ­τα­των δια­λο­γι­στικῶν ἀ­σκή­σε­ων καὶ πρα­κτικῶν γιὰ τὸν εὐσεβῆ θρη­σκευτὴ τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Θρη­σκεί­ας.
Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἡ λέ­ξη Υ­ΓΙΕΙΑ εἶ­ναι κω­δι­κή, ἀ­πο­κω­δι­κο­ποιού­με­νη ὡς ἑξῆς:
Υ-ΔΩΡ
Γ-ΑΙΑ
Ι-ΔΕ­Α
ΕΙ
Α-ΗΡ
Ἡ κω­δι­κο­ποί­η­ση αὐ­τὴ πε­ριέ­χει τὰ 4 στοι­χεῖα: Ὕ­δωρ = νε­ρό, Γαῖα = γῆ, Ἰ­δέ­α = πῦρ, καὶ Α­ήρ = ἀ­έ­ρα, καὶ τὸν Αἰθέρα = ΕΙ. Ταυ­τοχρόνως, ὑ­πο­νο­οῦ­νται τὰ 4 εἴ­δη τροφῆς ποὺ ἔ­χει ἀ­νά­γκη ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ θρέ­ψει τοὺς φο­ρεῖς του: Ὑ­γρή, στε­ρε­ά, ἀ­έ­ρι­νη, καὶ πύ­ρι­νη (ἰ­δέ­ες, γνώ­σεις, ἐ­ντυ­πώ­σεις)... Μό­νον ὅ­ταν αὐτὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἰ­σόρ­ρο­πα καὶ ἁρ­μο­νι­κά, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ Εἶ­ναι (ΕΙ)... καὶ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν βαθύτερη οὐσία του.
Ἐπίσης ἡ ρίζα τῆς λέξεως ΥΜΝΟΣ εἶ­ναι καὶ αὐτὴ κω­δι­κή, ἀ­πο­κω­δι­κο­ποιού­με­νη ὡς ἑξῆς:
Υ -πάτη
Μ -έση
Ν –εάτη
Εἶναι οἱ τρεῖς βασικὲς χορδὲς τῆς λύρας τοῦ Ἀπόλλωνος: «Ὁτὲ μὲν Νεάτης ἐπὶ τέρματα βαίνων, ἄλλοτε δ’ αὖθ’ Ὑπάτην, πότε ∆ώριον (= Μέσην) εἰς διάκοσμον». Καί: «Εἰς Ὑπάτας χειμῶνα, θέρος Νεάταις διακρίνας, ∆ώριον (=Μέσην) εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνθος».
Οἱ 88 Ἱε­ροὶ Ὑ­μνοι τοῦ Ὀρ­φέ­ως (ὅσοι καὶ οἱ Ἀστερισμοὶ τῆς συμπαντικῆς Ὄρφνης – Νυκτός) συγκροτοῦν μιὰν ἄμεση, φυσικὴ καὶ ἀβίαστη εἰσαγωγὴ στὰ μυστήρια τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Κόσμου∙ εἶ­ναι ἑ­νας ἀ­νε­κτί­μη­τος Θη­σαυρὸς τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Παραδόσεωςἕ­νας μυ­στα­γω­γικὸς πλο­ηγὸς πρὸς τὰ Ὀ­λύ­μπια Πε­δί­α, ποὺ τό­σο πο­θοῦν καὶ πρὸς τὰ ὁποῖα ἀγωνίζονται νὰ ἀνέλθουν οἱ ἐ­ξε­λισ­σό­με­νες ψυχὲς τοῦ Πλα­νή­τη Γῆ, τῆς παλλόμενης Γαίας... Εἶναι ἕ­να ἱερὸ ὅ­πλο στὸν ἀ­γώ­να τῆς Ἑλ­λη­νικῆς Ψυχῆς κατὰ τῆς ἀ­θε­ΐας, ἡ ὁ­ποί­α, ὡς θεσμοθετημένη ἀσέβεια πλέον, κα­τέ­κλυ­σε καὶ κυ­ριαρ­χεῖ στὸν κό­σμο μὲ πο­λυ­ποί­κι­λα προ­σω­πεῖα∙ διό­τι, κατ’ οὐ­σί­αν, ὅπως λέει ὁ Δαμάσκιος, ὁ τελευταῖος ἀρχηγέτης τῆς Ἀκαδήμειας (6ος αἰ. μ.χ.):
«Ἄ­θε­όν ἐ­στι τὸ κα­τα­σπᾶν καὶ κα­θέλ­κειν τὸ ἐν ἡμῖν θεῖον εἰς τὸ γη­γενὲς καὶ ἀ­λι­τή­ριον καὶ γι­γα­ντῶ­δες ἢ τι­τα­νικὸν δε­σμω­τή­ριον».
Ἄθεο εἶναι αὐτὸ ποὺ διασπᾶ καὶ ἕλκει τὸ ἐντός μας θεῖον πρὸς τὰ κάτω, στὸ γήινο, ἀσεβές, γιγαντῶδες ἢ τι­τα­νικὸ δε­σμω­τή­ριο.
Ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλ­λη:
«Ἄ­θε­όν ἐ­στι τὸ μὴ τὴν ἀ­θα­να­σί­αν τῆς ψυχῆς δια­σώ­ζειν καὶ ἀ­νά­γειν εἰς τὸ θε­ο­ειδὲς καὶ συ­νά­γειν αὐτὴν πρὸς τὸ θεῖον ἀρ­ρή­κτοις καὶ ἀ­λύ­τοις δε­σμοῖς».
Ἄθεο εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν διασώζει τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὴν ἀνάγει στὸ θεῖο ἐπίπεδο καὶ δὲν τὴν συνδέει μὲ αὐτὸ μὲ ἄρρηκτους καὶ ἀκατάλυτους δεσμούς.

Οἱ Ἱεροὶ Ὕμνοι τοῦ Ὀρφέως (καθὼς καὶ ὅλα τὰ Ὀρφικὰ Κείμενα, ποὺ στὴν ἀρχαιότητα συγκροτοῦσαν ἐν συνόλῳ τὴν λεγομένη Ὀρφικὴ Βίβλο) καταγράφηκαν καὶ ἐκδόθηκαν κατὰ τρόπο συστηματικὸ στὰ μέσα τοῦ 6ου π.χ. αἰώνα, στὴν ἐποχὴ τοῦ Πεισιστράτου, Kυβερνήτη τῶν Ἀθηνῶν, ἀπὸ εἰδικὴ τετραμελῆ Ἐπιτροπή, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν οἱ ἑξῆς λόγιοι: Ὀνομάκριτος, Κέρκωψ, καὶ δύο Ὀρφεῖς: Ὀρφεὺς ὁ Καμαριναῖος καὶ Ὀρφεὺς ὁ Κροτωνιάτης. Τὴν ἴδια τετραμελῆ Ἐπιτροπὴ σοφῶν ἀναφέρει καὶ ὁ γραμματικὸς Τζέτζης, μὲ μιὰ διαφορὰ ὡς πρὸς τὰ ὀνόματα: «Τῶν Ἑλληνίδων δὲ Βίβλων… σπουδῇ Πεισιστράτου παρὰ τῶν τεσσάρων τούτων σοφῶν, Ἐπικογκύλου Ὀνομακρίτου τε Ἀθηναίου Ζωπύρου τε Ἡρακλεώτου καὶ Κροτωνιάτου Ὀρφέως».
Γιὰ τὴν ὕπαρξη δὲ τῆς Ὀρφικῆς Βίβλου κατὰ τὴν κλασικὴ περίοδο, μαρτυρεῖ ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία του: «Βίβλων δὲ ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου καὶ Ὀρφέως, Σελήνης τε καὶ Μουσῶν ἐκγόνων, ὥς φασι, καθ' ἃς θυηπολοῦσιν…»
Ὁμαδικὰ δὲ προσφέρουν Βίβλους τοῦ Μουσαίου καὶ τοῦ Ὀρφέως, ποὺ εἶναι ἀπόγονοι τῆς Σελήνης καὶ τῶν Μουσῶν, καθὼς λένε, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἱερουργοῦν... Ὁ Σωκράτης, στὸν Πλατωνικὸ διάλογο «Χαρμίδης» παραδέχεται ὅτι γνωρίζει ἐπωδὲς τοῦ Ὀρφέως: «Ἐπᾷσαι ταῖς τοῦ Θρᾳκὸς ἐπῳδαῖς». Νὰ ψάλλω τὶς ἐπωδὲς τοῦ Θρᾳκὸς (Ὀρφέως). Καί: «Τῆς ἐπῳδῆς ἣν παρὰ τοῦ Θρᾳκὸς ἔμαθον». Τῆς ἐπωδῆς ποὺ ἔμαθα ἀπὸ τὸν Θρᾷκα (Ὀρφέα).
Ἄλλα ἔργα τοῦ Ὀρφέως, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ὕμνους, εἶναι τὰ ἑξῆς:
- Ἀργοναυτικά
- Γεωργικά
- Δίκτυον
- Ἱερὸς Λόγος (ἐν ῥαψωδίαις ΚΔ΄)
- Κρατήρ
- Λιθικὰ ἢ Περὶ Λίθων
- Ὅρκοι
- Σφαῖρα
- Τελεταί
- Χρησμοί

πὸ τὰ ἕνδεκα αὐτὰ ἔργα σώζονται σχεδὸν ἀκέραια τὰ τρία: Ἱεροὶ Ὕμνοι, Ἀργοναυτικά, καὶ Λιθικά, ἐνῶ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα σώζονται ἐλάχιστα ἀποσπάσματα, ἱκανὰ ὅμως νὰ δώσουν τὸ μέγεθος καὶ τὴ ἀξία τοῦ Ὀρφικοῦ Ἔργου. Σώθηκαν ἐπίσης καὶ βρέθηκαν τὰ τελευταία χρόνια πολλὲς Ὀρφικές, λεγόμενες, Πινακίδες καὶ Πάπυροι, ὅπως αὐτὸς τοῦ Δερβενίου Θεσσαλονίκης, ποὺ ἀποκαλύπτουν πολλὰ καὶ σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρφικῆς Διδασκαλίας.
Ὁ Ὀρφεύς, λοιπόν,
«ὁ τὰς ἁγιωτάτας Τελετὰς καταστησάμενος,
ὁ τοὺς τελεστικοὺς Μύθους παραδιδούς,
ὁ παλαιότατος ἐνθέως Φιλοσοφήσας»,
ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Αὐτοκράτωρ - Φιλόσοφος Ἰουλιανός, εἶναι καὶ πάλι ἐδῶ, στὴν πλώρη τῆς αἰώνιας Ἀργοῦς, καταπαύοντας τὶς τρικυμίες καὶ βοηθώντας μας μὲ τὶς θεῖες του ὠδὲς καὶ ἐπωδές, νὰ περάσουμε σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, ὡς ἄλλοι Ἀργοναύτες, μὲς ὰπὀ τὶς σύγχρονες Συμπληγάδες. 

                                                                              Ἰαλυσσός - Γιῶργος Λαθύρης

(Ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ Βιβλίου: Ὀρφεύς, 88 Ἱεροὶ Ὕμνοι τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας, Ἐκδόσεις ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ, Ἀθήνα 2013)

ΠΗΓΗ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...