«Νέμεσι πτερόεσσα βίου ροπά, κυανώπι θεά θύγατερ Δίκας, ά κούφα φρυάγματα θνάτων επέχεις αδάμαντι χαλίνω. έχθουσα δ’ ύβριν ολοάν βροτών μέλανα φθόνον εκτός ελαύνεις.» - Μεσομήδους, Ύμνος εις Νέμεσιν
Ανατρέχοντας στην Αρχαία Ελληνική Θεογονία, συναντούμε μία θεότητα, η ονομασία της οποίας έχει γίνει μέχρι σήμερα συνώνυμο της «Θείας Δίκης», ή αλλιώτικα της Τιμωρίας εκ μέρους των θεών, για την παραβίαση κάποιου άγραφου νόμου. Πρόκειται για την θεά Νέμεσιν που προσωποποιούσε μαζί με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της Δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την Τάξη –φυσική, ανθρώπινη ή κοσμική-, όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Η Νέμεσις προσωποποιεί κατ’ ουσίαν την θεία αγανάκτηση κατά πάσης ανθρώπινης υπερβασίας και υπερφροσύνης, συμπεριλαμβανομένης και της υπερβολικής ή υπέρογκης ευτυχίας.
Ελάχιστα γνωρίζουμε σήμερα για την Νέμεσιν, αυτήν την αρχαιοτάτη Ελληνική θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία. Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά την δίκαιη διανομή, την μοιρασιά που γίνεται βάσει νομίμου εξουσίας. Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της αναλήψεως δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας του περίφημου αγάλματος και του Ναού της στον Ραμνούντα, πλησίον του Μαραθώνος. Το επίθετο Αδράστεια που της αποδόθηκε -«εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει»-, ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της αποδόθηκε μεταγενέστερα.
Μυθολογική αναδρομή
Ας δούμε όμως εν τάχει τι μας παραδίδει η Μυθολογική μας Παράδοση (που αποτελεί ένα είδος κωδικοποιημένης Ιστορίας, «χέρσο δρόμο» για τους ολίγους). Η πρώτη διασωθείσα αναφορά στην Νέμεσιν γίνεται από τον Όμηρο στην «Ιλιάδα», όπου παρίσταται όχι εμφανώς ως θεότης, αλλά ως υπερβατική έννοια –διότι προτρέπονται οι καταδιωκόμενοι από τους Τρώες Αχαιοί να αντισταθούν, ενθυμούμενοι ο καθένας τους την «αιδώ και νέμεσιν». Κατά την «Θεογονία» του Ησιόδου, αλλά και κατά τον Παυσανία, ήταν η Νύχτα που δίχως ταίρι αρσενικό γέννησε την Νέμεσιν, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα «Διονυσιακά» του Νόννου, ωστόσο, έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσιν θυγατέρα του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.
Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον Δία, γέννησε την Ελένη. Παρ’ όλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον πόθο του Διός, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της διέσχισε η Νέμεσις χώρες και ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο βρήκε στο δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της.
Από αυτήν την μυθική διήγηση της θεϊκής ένωσης της Νεμέσεως με τον Δία, αντιλαμβανόμαστε μια «υδάτινη» φύση (μεταμόρφωση σε ψάρι, ένωση με τον Δία υπό τη μορφή χήνας). Μ’ αυτόν τον αλληγορικό τρόπο, λοιπόν, παρουσιάζεται η Πύρινη όψη (Ζεύς-κεραυνοί) στην ένωσή της με το Ύδωρ (Νέμεσις) να δίνουν την φωτιά μέσα στο νερό (Ο Ηράκλειτος θεωρεί το Πυρ «αιώνιο Θεό» (Α΄ 8), «αρχή των πάντων» (Α΄ 5.2), ενώ υποστηρίζει ότι τα πάντα είναι μεταβολές του πυρός (Α΄ 5.1). Κατά τον ίδιο φιλόσοφο, το Πυρ (Θεός-πνεύμα) ενούμενο με τα υπόλοιπα πρωταρχικά στοιχεία του Σύμπαντος: ύδωρ-γη-αήρ (Ύλη), σχηματίζει την Ζωή, η οποία κατ’ επέκτασιν καταλήγει πάλι σε Πυρ (θέωσις). Η φωτιά μέσα στο νερό είναι η Ελένη.
Λατρεία της Νεμέσεως
Κυριότερη τοποθεσία αποτίσεως λατρείας προς την θεά, υπήρξε ο Ραμνούς, μια υψηλοτάτη τοποθεσία στα βορειοανατολικά παράλια της Αττικής, όπου οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν κτίσει ένα ισχυρό φρούριο προς έλεγχον της προσβάσεως εκ της θαλάσσης. Η περιοχή του Ραμνούντος ήταν ξακουστή κυρίως για το ότι εκεί βρίσκονταν οι μοναδικοί Ναοί, που ήσαν αφιερωμένοι στην θεότητα της Δικαιοσύνης, που λειτουργούσαν στην κυρίως Ελλάδα -ένας υφίστατο και στην Σμύρνη. Από αρχιτεκτονικής απόψεως, θεωρείται ότι η κατασκευή των Ναών αυτών στον Ραμνούντα θα πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο αρχιτέκτονα που ανήγειρε τους ναούς του Ηφαίστου («Θησείον»), του Ποσειδώνος στο Σούνιο και του Άρεως στην Αρχαία Αγορά.
Στους Ναούς του Ραμνούντος υπήρχε το περίφημο άγαλμα της Νεμέσεως -έργο του Αγορακρίτου, μαθητού του Φειδίου-, τμήμα του οποίου βρίσκεται σήμερα στο Βρεττανικό Μουσείο. Το άγαλμα αυτό φημολογείτο ότι δημιουργήθηκε από ογκόλιθο Παρίου μαρμάρου, το οποίο μετέφεραν οι Πέρσες στον Μαραθώνα, ώστε μ’ αυτό να κατασκευάσουν τρόπαιο, βέβαιοι για την νίκη τους. Αλλά η αλαζονεία αυτή τιμωρήθηκε από την Νέμεσι, αφού μετά την ήττα των Περσών, αντί τροπαίου ο λίθος έλαβε την μορφή της Νεμέσεως, ως θεάς αδυσώπητης Τιμωρού των υβριστών.
Το άγαλμα της Νεμέσεως περιγράφεται από τους αρχαίους συγγραφείς ως «δεκάπηχυ ολόλιθον» (λόγω του υπερφυσικού της μεγέθους). Στην κεφαλή έφερε στέφανο, πάνω στην οποία ήσαν μικρές ανάγλυφες παραστάσεις ελάφων και Νικών. Στο δεξιό χέρι κρατούσε σπονδική φιάλη και στο αριστερό κλαδί μηλιάς.
Παλαιά, όμως, υπήρξε και η λατρεία της θεάς στην Σμύρνη, όπου λατρευόταν με δύο υποστάσεις. Εκεί υπήρχαν τα αρχαϊκά ξόανά της –σημείο αναφοράς για τους ευσεβείς-, παραστάσεις των οποίων εμφανίζονται σε νομίσματα της πόλεως. Παραστάσεις της Νεμέσεως διετηρήθησαν και σε δυο αγάλματα απ’ την Ολυμπία και σε ανάγλυφα απ’ την Θεσσαλονίκη και την Θάσο, αλλά και πάνω σε άλλα νομίσματα και δακτυλιολίθους. Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους η Νέμεσις συνδέθηκε με τον Έρωτα, γι’ αυτό και παριστανόταν, όπως εκείνος, πτερωτή.
Πολλοί συγγραφείς, επίσης, όπως ο Αισχύλος, ο Πλάτων και ο Καλλίμαχος, την αναφέρουν ως τιμωρόν των ανοσίων, ασεβών και υπερφρόνων υβριστών και την συνδέουν με την Δικαιοσύνη, την Τύχη και την Αδραστεία. Η λατρεία της θεάς συνεχίστηκε –αν και με διακοπές- μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οπότε και λύγισε αφενός από την ζωηρότατη εναντίον της πολεμική απ’ τους Χριστιανούς απολογητές, αφετέρου από την περιφρόνησή της εκ μέρους των ασεβών.
Η Νέμεσις ως διαχρονική απόδοση της Θεϊκής Δικαιοσύνης
Η Νέμεσις, όπως προαναφέραμε, ως πνευματική αρχή που ήταν, είχε ως αποστολή της την επιβολή κυρώσεων και νουθεσιών σε όσους υβρίζουν ή κακοποιούν την Φύση. Ως ύβρις εδώ εννοείται κάθε παρεκτροπή από τους φυσικούς νόμους και επιταγές, κάθε παραβίαση των φυσικών αρχών και καταπάτηση των φυσικών ορίων. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η απεικόνιση της θεάς, σύμβολα της οποίας είναι ο πήχης και το χαλινάρι, τα οποία κρατεί προς δήλωσιν του μέτρου (νεμήσεως). Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικότατα της λειτουργίας της, να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι, η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νεμέσεως και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αενάως Δικαιοσύνη.
Στα πλαίσια αυτά, η Νέμεσις υπηρετούσε την Αιωνία Αρχή του Αντιπεπονθότος, τον πανάρχαιο αυτό και διαχρονικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο κάθε ένας εξ ημών λαμβάνει ό,τι έπραξε, ως έκφανση της Θείας Δικαιοσύνης. Αυτή η ηθικοφιλοσοφική αρχή περί «νομής του δικαίου» απέχει παρασάγγες από την αντιφυσική όσο και παράλογη μανιχαϊστική αντίληψη του ιουδαιοχριστιανισμού περί «Παραδείσου-Κολάσεως», που εκβιάζει την πίστη του προσηλύτου με την απειλή της μετά θάνατον «τιμωρίας» από κάποιον εκτρωματικό και βδελυρό «διάβολο», ενσαρκωτή του Κακού –σε αντιδιαστολή με τον «πανάγαθο» εβραιοθεό Γιαχβέ.
Ανατρέχοντας στο σύστημα της Θείας Δικαιοσύνης, όπως αυτό εκφραζόταν από τους Αρχαίους Έλληνες μύστες και φιλοσόφους, προκύπτει ότι με βάση τον νόμο του Αντιπεπονθότος, καθοριζόταν η Ειμαρμένη (ή αλλιώς πεπρωμένο) για κάθε ψυχή. Την εφαρμογή της Ειμαρμένης επί των ψυχών, επόπτευαν οι Μοίρες (Άτροπος, η οποία ασκεί εξουσία επί του παρελθόντος που δεν μεταβάλλεται, η Λάχεσις, καθορίζοντας το μέλλον εκ του λαγχάνω=λαμβάνω, καθώς και η Κλωθώ, η οποία υφαίνει το παρόν).
Οι Τρεις αυτές Μοίρες επόπτευαν επί της εφαρμογής της Ειμαρμένης αναφορικά με τις θνητές υπάρξεις. Στο Ολυμπιακό Πάνθεο, το έργο αυτό είχε ανατεθεί στην Θέμιδα (εκ του Θεών+μίτος). Τέκνα της Θέμιδος ήσαν η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη.
Βάσει όλων αυτών, κατανοούμε γιατί οι πρόγονοί μας απέδιδαν τόσες τιμές στην Νέμεσιν, διοργανώνοντας στη Ραμνούντα ειδικά θρησκευτικά δρώμενα και τελετουργικές λαμπαδηφορίες, οι οποίες διεξάγονταν σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεά-εκπρόσωπο της αρχής της Δικαιοσύνης.
Σήμερα, στην εποχή της ατέρμονης, τεχνοκρατικής δήθεν ανάπτυξης, της ανελέητης και εξαντλητικής εκμετάλλευσης ανθρώπων και φυσικών πόρων εκ μέρους του ανάλγητου καπιταλιστικού συστήματος, στην εποχή της οικολογικής καταστροφής, της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής ένδειας, των φυλετικών επιμειξιών και της ασέβειας προς κάθε Φυσικό Άγραφο Νόμο, η ανάγκη για την εφαρμογή της Θείας Δικαιοσύνης φαντάζει κάτι πολύ παραπάνω από επιτακτική. Ως λαμπαδηφόροι και σημαιοφόροι των Ελληνικών Ιδανικών προσμένουμε διακαώς την Ημέρα –που αναμφίβολα δεν θα αργήσει να έρθει-, όταν η Νέμεσις, προστάτις πανάρχαια και διαχρονική της Φυλής μας, θα επανέλθει απ’ την μακρόχρονη εξορία της, αποδίδοντας εις έκαστον το δικό του «μερίδιο» για τις υπηρεσίες του και καθαρίζοντας κάθε τι το σάπιο από τα άγια τούτα χώματα. Και τότε, είναι βέβαιον, οι Ερινύες θα αναλάβουν την ανηλεή καταδίωξη όλων των προδοτών, ξεπατώνοντάς τους μέχρις ενός απ’ την Ιερή αυτή Γη, που ονομάζεται Ελλάς…
Ι. Μ.