Σκοπός της μελέτης είναι να παρουσιασθούν ορισμένοι ιατρικοί όροι κειμένων των αρχαίων και βυζαντινών ιατρών που χρησιμοποιούνται και σήμερα και οι οποίοι δηλώνουν το όργανο ή την πάθηση για τα οποία δόθηκαν. Σύμφωνα με τον Γαληνό «όρος εστί λόγος δηλών ποίον εστιν εκείνο καθ' ού εστιν ο λόγος» ή «όρος εστί λόγος το είναι δηλών», G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 348.
Ενδεικτικά αναγράφονται μερικοί ιατρικοί όροι. «Καρωτίδας αρτηρίας...ότι πιεζόντων καρώδεις και άφωνοι εγίνοντο», Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, 1554, σελ. 32. Ληνός Ηροφίλου: «διπλώσεις της μήνιγγος εις χώραν τινά κενή, οίον δεξαμενήν, ήν δη και δι' αυτό τούτο προσαγορεύειν έθος εστίν Ηροφίλω ληνόν», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 3, σελ. 708. Φλεγμονή: «είρηται δε φλεγμονή από του οίον φλέγεσθαι τον τόπον», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 441.. «Κήλη. Πας όγκος εν οσχέω κήλη λέγεται. Υδροκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, επιπλοκήλη» ανάλογα με το περιεχόμενο, και «βρογχοκήλη εστίν όγκος παρά τω βρόγχω», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 448 και 443. Καρδία: «το όνομα ετυμολογείται παρά το κραδαίνω, το σείω. Αεικίνητος γαρ η καρδία», Νεφροί «παρά το νείφεσθαι [νείφω=βρέχω] τω ούρω, ό εστί βρέχεσθαι», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής. Migne, τόμ. 64, στήλη 1216 και 1236. Καρκίνος: «επί των τιτθών [μαστών] είδομεν πολλάκις ακριβώς όγκον όμοιον καρκίνω ζώω. Καθάπερ γάρ επ' τούδε του πάθους αι φλέβες αποτεταμέναι του παρά φύσιν όγκου το σχήμα καρκίνω παραπλήσιον εργάζονται», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 11, σελ. 140. Υπεζωκώς, «επειδή τας πλευράς όλας έσωθεν υπέζωκεν», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 2, σελ. 591. «Περιτόναιον κέκληται από του περιτετάσθαι [περιτείνω=τανύω και απλώνω επάνω] πάσι μεν τοις σπλάχνοις, πάσι δε τοις εντέροις, έτι δε τοις αγγείοις, όσα μεταξύ φρενών [διαφράγματος] τ' εστί και σκελών», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 2, σελ. 550. Φίμωσις, «φίμος εστίν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις», G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 445. «Φατνία, δια την προς τας φάτνας ταύτας εμφέρειαν αις χρήται τα βοσκήματα», G.C.Kuehn, τόμ. 3, σελ.872.
Συμπέρασμα: Με τα ενδεικτικά αυτά δώδεκα παραδείγματα γίνεται φανερό ότι οι αρχαίοι ιατρικοί όροι ανταποκρίνονταν στο σημαινόμενο. Και όπως ο Γαληνός παρατηρεί, τους ιατρικούς όρους «οι παλαιοί...εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα», G.C.Kuehn, τόμ. 9, σελ. 570.
Στην έρευνά μας αυτή προσπαθήσαμε να καταγράψουμε την ερμηνεία ορισμένων ιατρικών όρων, οι οποίοι περιέχονται σε κείμενα αρχαίων Ελλήνων ιατρών. Σύμφωνα με τον Γαληνό «όρος εστί λόγος δηλών ποίον εστιν εκείνο καθ' ού εστιν ο λόγος» ή «όρος εστί λόγος το είναι δηλών»[1]. Επίσης σε άλλο έργο του ο Γαληνός σημειώνει ότι οι προγενέστεροι έδιναν το όνομα για να δηλώνεται το νοούμενο, που ήταν αποτέλεσμα της γνώσεώς του, τονίζοντας επί πλέον την νοοτροπία των συγχρόνων του να αμελούν την ονοματολογία. Χαρακτηριστικά γράφει: «Περί των ονομάτων, οις οι παλαιοί μεν ώσπερ ήν προσήκον, εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα. Το σύμπαν δ' αυτής ήν σπούδασμα η των πραγμάτων αυτών ακριβής γνώσις. Οι νεώτεροι δε ολίγου δειν άπαντες εν τοις ονόμασι κατατρίβουσι τον εαυτών βίον, αμελήσαντες των πραγμάτων»[2].
Τονίζει ακόμη ότι η ορολογία δόθηκε από το όργανο που έχει πάθει βλάβη πλευρίτις, και αρθρίτις, οφθαλμία, ή από το σύμπτωμα, ειλεός, τεινεσμός, σπασμός ή από ομοιότητα καρκίνος, πολύπους, σταφυλή. «Πολλαχόθι μεν γαρ από του βεβλαμμένου μορίου τα ονόματα, πλευρίτις, και αρθρίτις, οφθαλμία...πολλαχόθι δ' από του συμπτώματος, ειλεός και τεινεσμός και σπασμός...ενίοτε δε από της προς τι των εκτός ομοιότητος, ελέφας τε και καρκίνος και πολύπους και σταφυλή...»[3].
Ενδεικτικά κατωτέρω μνημονεύεται η ερμηνεία μερικών ιατρικών όρων από τα κείμενα αρχαίων Ελλήνων ιατρών:
«Εγκέφαλος» ονομάσθηκε διότι κείται, βρίσκεται στο κεφάλι, «το γαρ εν τη κεφαλή κείσθαι δια τούτ' ωνόμασται»[4].
«Μυελός», σύμφωνα επίσης με τον Μελέτιο «λέγεται δε ο εγκέφαλος και μυελός, οίον μυχελός, από του εν μυχώ ειλήσθαι ό εστίν αυλίζεσθαι. Ή δια το λείος είναι, ή εν μεμυκότι οστέω τυγχάνειν».
«Μήνιγγες» λέγονται «δια το μένειν εν αυταίς τον εγκέφαλον», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1149.
«Κρανίον» ονομάσθηκε διότι ως κράνος επικάθεται επί της παχείας μήνιγγος: «αυτή δ' αυ πάλιν τη παχεία το περικείμενον έξωθεν οστούν, ο δη και κρανίον ονομάζουσι, καθάπερ το κράνος επίκειται»[5].
«Λιθοειδές οστούν», το ονόμασαν δια την ως λίθο, πέτρα στερεότητά του. «ονομάζεται λιθοειδές, ώσπερ ουν και έστιν», Γαληνός, Περι οστών τοις εισαγομένοις, G.C.Kuehn, Γαληνού 'Απαντα, τόμ. ΙΙ, σελ. 745.
«Ληνός Ηροφίλου», δηλ. δεξαμενή, «διπλώσεις της μήνιγγος εις χώραν τινά κενή, οίον δεξαμενήν, ήν δη και δι' αυτό τούτο προσαγορεύειν έθος εστίν Ηροφίλω ληνόν»[6].
«Κωνάριον» ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς κώνον, «εστι δε τούτο την μεν ουσίαν αδήν, το σχήμα κώνω μάλιστα παραπλήσιον, όθεν αυτό τούνομα»[7].
«Νεύρα» ονομάσθηκαν σύμφωνα με τον Μελέτιο από το ρήμα νεύω, δηλ. κλίνω προς μία κατεύθυνση, «και γαρ τα νεύρα την ονομασίαν έσχε παρά του νεύειν προς εαυτά»[8].
«Παλίνδρομα νεύρα λάρυγγος», τα ονόμασε ο Γαληνός διότι παλινδρομούν, «...τα του λάρυγγος ίδια νεύρα, τα παλινδρομούντα προς εμού κληθέντα», Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. 8, σελ. 53.
«Θυρεοειδής» χόνδρος του λάρυγγος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς τον «θυρεό», την επιμήκη ασπίδα: «...τω προμηκεστέρω τω καλουμένω θυρεώ, και τούνομα μεν τω χόνδρω κατά την προς τούθ' ομοιότητα τοις ανατομικοίς ανδράσιν ετέθη, καλέσασιν αυτόν θυρεοειδή»[9]. Σύμφωνα με το λεξικό των H. Liddell και R.Scott «Θυρεός καλείται η επιμήκης ασπίς, (ομοία το σχήμα προς θύραν) κατ' αντίθεσιν προς την κυρίως ασπίδα (την στρογγύλην")».
«Αρυταινοειδής» χόνδρος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς «αρυταίνας», ένα είδος ελαιοδοχείου: «ο τρίτος χόνδρος...ου το άνω πέρας αρυταινοειδές οι πλείστοι των ανατομικών ονομάζουσι από του σχήματος ομοιότητος προς ταύτας δη τας προχόους, ας ήδη και αρυταίνας ένιοι καλούσιν»[10].
«Υοειδές οστούν» διότι ομοιάζει με το γράμμα υψιλον, «δια το σχήμα ονομάζουσιν ότι έοικεν τω υ γράμματι», Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, έκδ. Ch. Daremberg και Emile Ruelle, Paris, 1879, σελ. 155.
«Καρδία», ετυμολογείται από το ρήμα κραδαίνω, δηλ. σείω, σύμφωνα με τον Μελετιο, «Αεικίνητος γαρ η καρδία», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής. Migne, τόμ. 64, στήλη 1216 και 1236.
«Τριγλώχινες» βαλβίδες, διότι σύμφωνα με τους ανατόμους μοιάζουν με τις γλωχίνες, τις άκρες των βελών, «η σύνθεσις αυτών έοικεν ακίδων γλωχίσιν», Γαληνός, Περί χρείας..., Λόγος Ζ', κεφ. ιδ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 478.
«Σιγμοειδείς» βαλβίδες, ονομάσθηκαν από το σχήμα τους, «από του σχήματος υπό των ακριβεστέρως τας ανατομάς εχόντων ονομαζόμενοι σιγμοειδείς», Γαληνός, Περί χρείας μορίων..., Λόγος Ζ', κεφ. ιδ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 477.
«'Ωτα καρδίας», διότι παρομοιάστηκαν με τα ώτα που βρίσκονται εκατέρωθεν της κεφαλής, «ωνόμασται δ' ούτως, ουκ από χρείας ή ενεργείας τινός, αλλ' από μικράς ομοιότητος, ότι της καρδίας εκατέρωθεν, ώσπερ της κεφαλής του ζώου, πρόεκειται τα ώτα», Γαληνός, Περί χρείας μορίων.., Λόγος Ζ', κεφ. ιε', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 484.
«Καρωτίς» ονομάσθηκε η αρτηρία που φέρει το αίμα στο κεφάλι διότι κατά την πίεση της ο άνθρωπος έμεινε άφωνος και καρώδης, νυσταλέος λόγω μη αιματώσεως του εγκεφάλου, «ότι πιεζόντων καρώδεις και άφωνοι εγίνοντο»[11], Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, 1554, σελ. 32.
«Κοίλη φλέβα» ονομάσθηκε διότι είναι η ευρυτάτη των φλεβών, (κοίλος-κοιλότης κοιλία), «την κοίλην ύστερον υπό των ιατρών ονομασθείσαν, επειδή των κατά το σώμα του ζώου φλεβών εστι ευρυτάτη», G.C.Kuehn, τόμ.ΧV, σελ. 782.
«Ουρανίσκος», έλαβε το όνομα από της ομοιότητος με τον ουρανό, «εστί το ανώτερον μέρος του στόματος εκ της προς ουρανόν ομοιότητος το όνομα λαμβάνοντος»[12].
«Υπεζωκώς», ονομάσθηκε διότι υπεζωννύει, επενδύει τις πλευρές «επειδή τας πλευράς όλας έσωθεν υπέζωκεν», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 2, σελ. 591.
«Διάφραγμα», διότι διαφράττει, χωρίζει τον θώρακα από την κοιλία, «έστι τις μυς μέγας στρογγύλος, όν ονομάζουσιν μεν εν δίκη διάφραγμα, διαφράτοντα των της τροφής αγγείων τα του πνεύματος όργανα», Γαληνός, Περί χρείας..., Λόγος Ε', κεφ. ιε', G.C.Kuehn, ΙΙΙ, σελ. 398.
«Περιτόναιον» ονομάσθηκε από το περιτείνω δηλ. τανύεται και απλώνεται επάνω στα σπλάχνα, «κέκληται από του περιτετάσθαι πάσι μεν τοις σπλάχνοις, πάσι δε τοις εντέροις, έτι δε τοις αγγείοις, όσα μεταξύ φρενών [διαφράγματος] τ' εστί και σκελών», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 2, σελ. 550.
«Επίπλοον», διότι επίκειται του στομάχου σύμφωνα με τον Γαληνό, ή «από του επιπλείν και εξ επιπολής είναι» σύμφωνα νε το Ετυμολογικό το Μέγα, του 1816. «επικείσθαι μεν ουν τη γαστρί και οίον εποχείσθαι τουπίπλοον (όθεν περ και τούνομα κέκτηται)», Γαληνός, Περί χρείας μορίων..., Λόγος Δ', κεφ. ια , G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 295.
«Σφιγκτήρες» διότι το κάτω μέρος του απευθυσμένου κυκλικά περισφίγγεται από τους μυς ως σφιγτήρα, «του δ' απευθυσμένου το κάτω πέρας υπό μυών εν κύκλω περικειμένων σφίγγεται. Και δή τούνομα αυτώ σφιγκτήρα δια τούτ' οίμαι τεθεικαίναι τινάς», Γαληνός, Περί χρείας μορίων..., Λόγος Δ', κεφ. ιθ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 334.
«Μήτρα μεν λέγεται δια το είναι μητέρα πάντων των βρεφών»[13].
«Ωκυτόκιος», ο επιφέρων ταχύν τοκετόν, Θόφραστος, Περί φυτών Ιστορίας, 9.9.3, (ωκύς=ταχύς. Ωκύπους Αχιλλεύς).
«Αμφιβληστροειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με αμφίβληστρο=αλιευτικό δίχτυ, «προσέοικε μεν γαρ αμφιβλήστρω το σχήμα», Γαληνός, Περί χρείας ..., Λόγος Κ', κεφ. β', G.C.Kuehn,τόμ. ΙΙΙ, σελ. 762.
«Κερατοειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με τα ξύσματα των κεράτων στη λαμπρότητα: «εοικέναι τούτο τοις κέρασι τοις εις λεπτά τετμημένοις...ούτος ουν ο κερατοειδής χιτών λεπτός και σκληρός και πυκνός γενόμενος, ευύς άρ' έμελλεν έσεσθαι και λαμπρός, οίος επιπέμπειν αυγήν επιτηδειότατος είναι, παραπλησίως τους ακριβώς διεξεσμένοις τε και λελεπτυμένοις κέρασιν», Γαληνός, Περί χρείας..., Λόγος Κ', κεφ. γ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 769-770. Επίσης«επεί δε ούτος ο χιτών παρεμφερής έστι τω κέρατι τη τε στερεότητι άμα και διαφανότητι κερατοειδής ήκουσε», Μεθόδιος Ανθρακίτης, Οδού Μαθηματικής, 1749, σελ. 357.
«Επιπεφυκώς», είναι μετοχή παρακειμένου του επιφύομαι, βλαστάνω, αναπτύσσομαι, παράγομαι, στην εξω επιφάνεια του οφθαλμού: «καλούσι δε τον αυτό τούτον επιπεφυκότα, διότι τοις άλλοις όσοι τον οφθαλμόν συνιστώσι χιτώσιν επιπέφυκον έξωθεν σύνδεσμος ών και αυτός όλω τω οφθαλμώ, προς τα παρακείμενα των οστών, Γαληνός Περί οφθαλμού», Νικηφόρος Θεοτόκης, Στοιχεία Φυσικής, τόμ. Β', 1767, σελ. 16.
«Ιρις οφθαλμού», διότι ίρις είναι ο κύκλος, «καλείται ίρις ο τόπος ούτος υπό των περί τα τοιαύτα δεινών. Ένιοι δε στεφάνην ονομάζουσι», Γαληνός, Περί χρείας μοριων..., Λόγος κ', κεφ. β', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 763-764.
«Κανθοί» αποκαλούνται «από του κνήθεσαι συνεχώς υπό του παρεισρέοντος παντός υγρού», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1180.
«Λαγών» διότι εκεί λήγουν οι πλευρές, «παρά το λήγη. Εκείσε γαρ λήγουσιν αι πλευραί», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1233.
«Οσφύς», «Η ίση προς τα άνω και τα κάτω πεφυκότα τοις οστοίς», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1236.
«Αστράγαλος», διότι κρατάει ορθή τη βάση του ποδός, σύμφωνα με τον Μελέτιο εκ του αστραβής που σημαίνει ακλόνητος, ευθής, μή εστραμμένος, Μελέτιος...σελ. 1265.
«Πτέρνα» επειδή σ' αυτό το οστούν πέφτει όλο το βάρος του σώματος, «παρα το επιπτωκέναι αυτή όλον το σώμα», Μελέτιος..., σελ. 1268.
«Ινίον», διότι κατέρχεται από την κορυφή «από του εν τη καταβάσει της κορυφής κάτω ιέναι ή από του εντεύθεν έρχεσθαι τας ίνας, ήγουν τα νεύρα», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1152.
«Μέτωπον», υπεράνω των ωπών δηλ. των οφθαλμών, «οίον επέρωπον, το υπεράνω των ωπών, ήγουν των οφθαλμών», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1151.
«Ηθμοειδή οστά», ο Γαληνός υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ονομάζονται σπογγοειδή όπως έλεγε ο Ιπποκράτης διότι είναι ποικίλες κατατρήσεις και όχι ευθύτρητα όπως οι ηθμοί, «βέλτιον δ' ήν ουκ ηθμοειδή καλείν αυτά μάλλον περ η σπογγοειδή, καθάπερ Ιπποκράτης είκαζε. Ποικίλα γουν εστι ταις κατατρήσεσιν, ώσπερ οι σπογγιοί, και ούκ ευθύτρητα, καθάπερ οι ηθμοί», Γαληνός, Περί χρείας..., G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 652, 695.
«Φατνία», «δια την προς τας φάτνας ταύτας εμφέρειαν αις χρήται τα βοσκήματα», Γαληνός, Περί χρείας...,G.C.Kuehn, τόμ. 3, σελ.872.
«Δελτοειδής μύς» ονομάσθηκε από το σχήμα του μυός, «ένθα το δελτοειδές εργάζεται σχήμα, διότι και τινές όλον αυτόν ωνόμασαν δελτοειδή», Γαληνός, Περί ανατομικών εργχειρήσεων, Γ', G.C.Kuehn, τόμ. 2, σελ. 354.
«Πέψις» εκ του ρήματος πέσσω=χωνεύω, μαλακώνω. Βλ. και Λυπουρλής Ιπποκράτης, Ιατρική θεωρία και πράξη. Ανθολόγηση, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια, Εκδ. Ζήτρος, αρ.1, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 24.
«Δωδεκαδάκτυλον» «Ηρόφιλος ωνόμασε δωδεκαδάκτυλον από του μήκους αυτή την επωνυμίαν θέμενος», Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. 8, σελ. 396.
«Νήστις», «ότι κενόν αεί τροφής ευρίσκεται», Γαληνός, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Βιβλίον Ζ'', κεφ. θ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 572.
«Ειλεός»....από το είλω που σημαίνει φράζω.
«Μύες λέγονται παρά το μύειν εν ταις οικείαις ενεργείαις», Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1160.
«Ηπαρ», «παρά το επήρθαι και κυρτούσθαι ή παρά το επαρδεύειν τω σώματι και χορηγείν το αίμα, ή παρά το επαίρεσθαι έπαρ και ήπαρ», Μεγάλο Ετυμολογικό Λεξικό.
«Πύλαι ήπατος», όπως για να εισέλθει κανείς στις πόλεις πρέπει να περάσει τις πύλες παρόμοια και η τροφή από τα έντερα πριν φθάσουν στο ήπαρ πρέπει να περάσουν από τον συγκεκριμένο τόπο τις πύλες, «εκ της κοιλίας τροφή πάσα προς ένα τόπον του ήπατος, όν απ' αυτού τούδε του νυν ειρημένου πύλας ονομάζουσιν. Ούτε γαρ εις τας πόλεις εισελθείν τις δύναται, πριν διελθείν τας πύλας, ούτ' εις ήπαρ αφίκεσθαι, πριν εν τούτω γενέσθαι τω χωρίω», Γαληνού, Προς Πατρόφιλον Περί συστάσεως ιατρικής, G.C.Kuehn, τόμ. 1, σελ. 285.
«Χοληδόχος κύστις», διότι έλκει, δέχεται τη χολή, «ελκει το χολώδες υγρόν εις εαυτήν», Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. 8, σελ. 372.
«Σπλήν» «είρηται παρα το επισπάσθαι εις εαυτόν τα φαυλισθέντα των υγρών», σύμφωνα με τον Μελέτιος..., σελ. 1224.
«Νεφροί», «παρά το νείφεσθαι τω ούρω, ό εστί βρέχεσθαι», [νείφω=βρέχω] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής. Migne, τόμ. 64, στήλη 1216 και 1236.
«Ουροδόχος κύστις», διότι δέχεται το ούρο, G.C.Kuehn, τόμ. 8, 373.
«Στραγγουρία», δηλ. ούρηση κατά στράγγα, κατά σταγόνα.
«Φίμωσις», «φίμος εστίν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις», Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 445.
Ας αναφέρουμε και μερικούς όρους παθήσεων:
«Φλεγμονή» ονομάσθηκε διότι φλέγεται το μέρος εκείνο του σώματος, «είρηται δε φλεγμονή από του οίον φλέγεσθαι τον τόπον»[14], «κοινόν με ουν απάσαις η άμετρος εστι θερμασία και οίον φλόγωσις, όθεν περ και το της φλεγμονής όνομα κατ' αυτήν επιφέρειν έθος ήν τοις παλαιοίς»[15]. Ο Σωρανός ομοίως σημειώνει τον όρον αλλά προσθέτει «και ούχ ως ο Δημόκριτος είρηκεν από του αίτιον είναι το φλέγμα», Σωρανός, Γυναικείων Γ', 17, 1.
«Γλαύκωμα», διότι τα φυσιολογικά μέρη του οφθαλμού παίρνουν το γλαυκό χρώμα, (κυανόφαιο χρώμα), «εστι των κατά φύσιν υγρών εις το γλαυκόν χρώμα μεταβολή», Γαληνός, Οροι ιατρικοί, τμδ', G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΧ, σελ. 435.
«Πλευρίτις», ονομάσθηκε η πάθηση του υπεζωκότος, που ονομάζονταν πλευρά, «νόσημα εστί του τας πλευράς υπεζωκότος υμένος», Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. 8, σελ. 77.
«Ορθόπνοια», διότι ανασηκώνεται ο ασθενής λόγω της δύσπνοιας, «δύσπνοια μετά στεναχωρήσεως, ως πνίγεσθαι δοκείν, ανακαθίζειν τε δια τουτ' επιχειρείν, όπερ ορθόπνοιαν ονομάζουσιν», Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. 8, σελ. 120-121.
«Επιληψία», από το επίληψις, επιλαμβάνω, που σημαίνει προσβάλλω, «εστίν επίληψις διανοίας και των αισθητηρίων μετά του πίπτειν εξαίφνης τους μεν μετά σπασμού, τους δε άνευ σπασμού», Γαληνός, 'Οροι ιατρικοί, σμ', G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 419.
«Σάρκωμα» παθολογική αύξηση σαρκός, «σάρκωμά εστι σαρκός εν τοις μυκτήροις παρά φύσιν αύξησις», Γαληνός, 'Οροι ιατρικοί, το', G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 439.
«Τερηδών», σύμφωνα με τον Γαληνό ονομάσθηκε η πάθηση από την παρουσία τρημάτων στο οστούν, δηλ. από το τετραίνω, τιτράω, τρηδών: «τερηδών εστιν οστού κατάτρησις από φθοράς, το δε όνομα τω πάθει από των συμβεβηκότων τρημάτων» Γαληνός, 'Οροι ιατρικοί, τρε', G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 443.
«Πολύπους», «είρηται δε πολύπους (εν τοις μυκτήροις) από των πολυπόδων. Ως γαρ εκείνοι πολλάς έχουσιν αποσχίδας πλαδαροί τε εισί και αυξανόμενοι, ούτω και τούτο το πάθος», Γαληνός, 'Οροι ιατρικοί, σμ', G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 439
«Αθήρωμα», ονομάσθηκε διότι μοιάζει με την αθάρη, δηλ. το χυλό χοντροκομμένου σιταριού: «το μεν αθέρωμα εστιν όγκος ομόχρους, ανώδυνος, εν χιτώνι νευρώδει περιέχων αργού υγρού συλλογήν, εοικότος τη λεγομένη αθάρη τη εξ αλεύρου εψουμένη σκευαζομένη», Αετίου, Λόγος πεντεκαιδέκατος, έκδ. Σκ. Ζερβού, 1909, σελ. 24.
«Κυνάγχη», ονομάσθηκε η πάθηση στην οποία γλώσσα εξέρχεται από το στόμα, όπως στα σκυλιά, τους κύνες: «τόδε καλέσται, ήτοι τω ξυνεχέϊ πάθει τώνδε των ζώων, ή τω ξενήθεϊ της προβολής της γλώσσης και εν υγείη», Αρεταίος, Περί αιτίων και σημείων οξέων παθών, Α', 7, 1 (Περί συνάγχης).
«Ναυτία», ορίσθηκε η αρρώστια του πλοίου, που το όνομα είναι ναύς. Το όνομα της ναυτίας συναντάμε σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη, Θεσμοφωριάζουσαι 882. Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την κύρια σημασία του «αρρώστια του πλοίου», M. D. Grmek, οι ασθένειες, 1989, σελ. 63.
«Αλωπεκίαι», ονομάσθηκαν οι δερματοπάθειες διότι παρατηρήθηκαν στις αλεπούδες: «οτί συνεχώς γίγνονται ταις αλώπεξιν», G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΙ, σελ. 382.
«Κηρίον», ονομάσθηκε η δερματοπάθεια αυτή από το εξερχόμενο υγρό που ομοιάζει με το μέλι του Υμμητού: «έτερον πάθος του δέρματος ό καλούσι κηρίον, επειδή τα κατατρήσεις έχει μείζονας, υγρότητά τε περιεχούσας υμηττίω μέλιτι παραπλησίαν», Γαληνού, Περί συνθέσεως φαρμάκων των κατά τόπους, Βιβλίον Α., κεφ. η', G.C.Kuehn, τόμ.ΧΙΙ, σελ. 464.
«Πιτυρίασις», διότι στην πάθηση αυτή τα αποπιπτώμενα λέπια από το κεφάλι ομοιάζουν με τα πίτουρα: «πιτύροις όμοια από του της κεφαλής δέρματος αποπίπτει πολλάκις ενίοις ηνωμένοις και δια τούτο πιτυρίασιν ονομάζουσιν οι ιατροί το σύμπτωμα τούτο», Γαληνός, Περί συνθέσεως φαρμάκων των κατά τόπους, Βιβλίον Α', στ', G.C.Kuehn, τόμ.ΧΙΙ, σελ. 459.
«Διαβήτης»[16], από το ρήμα διαβαίνω «..ονομάσθηκε η πάθηση, επειδή μοιάζει με διαβήτη, καθότι τα υγρά δεν παραμένουν στο σώμα, παρά χρησιμοποιούν το ανθρώπινο σώμα ως διαβήτη (σκάλα) μέσω της οποίας εξέρχονται», Αρεταίος, Περί αιτίων και σημείων χρονίων παθών Β', ΙΙ, 4, «Περί διαβητέω» (απόδοση στη νεοελληνική από εκδ. Κάκτος).
«Κήλη». Κάθε όγκος ονομάζονταν κήλη και εξ αυτού ανάλογα με το περιεχόμενο δόθηκε το όνομα: «Πας όγκος εν οσχέω κήλη λέγεται. Υδροκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, επιπλοκήλη», και «βρογχοκήλη εστίν όγκος παρά τω βρόγχω», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 448 και 443.
«Χολέρα». Ως χολάδες ονόμαζαν τα έντερα και εξ αυτού ονομάσθηκε η πάθηση σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Τραλλιανό, στο Περί χολέρας Βιβλίον Εβδομον, κεφ. ιδ': «μη υποβάλη δε τις χολέραν καλείσθαι το πάθος, ότι υπό χολής είωθε γίνεσθαι πάντως, αλλ' επειδή δια των εντέρων εθεώρουν εκκρινομένην την δια γαστρός προσφερομένην ύλην, τα δε έντερα χολάδας οι παλαιοί , ως φησί και Ομηρος «κέχυντο χαμαί χολάδες», τούτου χάριν και το πάθος χολέραν εκάλεσαν...».
«Καρκίνος» Η κακοήθης πάθηση των μαστών, στους οποίους οι φλέβες ήταν διογκωμένες που έμοιαζαν με τα πόδια του καρκίνου, του καβουριού έδωσαν το όνομα καρκίνος και κατ' επέκταση και σε όλες τις κακοήθειες: «επί των τιτθών [μαστών] είδομεν πολλάκις ακριβώς όγκον όμοιον καρκίνω ζώω. Καθάπερ γάρ επ' τούδε του πάθους αι φλέβες αποτεταμέναι του παρά φύσιν όγκου το σχήμα καρκίνω παραπλήσιον εργάζονται», Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. 11, σελ. 140.
«Συνδρομή», για το άθροισμα των συμπτωμάτων, «το γαρ προειρημένον άθροισμα των συμπτωμάτων επί του πυρέττοντος, ό συνδρομήν καλείν...", Γαληνός, Περί αιρέσεων τοις εισαγομένοις, G.C.Kuehn, τόμ. Ι. σελ. 72, Κάκτος, τόμ. 3, σελ. 172.
Συμπέρασμα: Με τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα γίνεται φανερό ότι οι αρχαίοι ιατρικοί όροι ανταποκρίνονταν στο σημαινόμενο. Και όπως ο Γαληνός παρατηρεί, τους ιατρικούς όρους «οι παλαιοί...εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα», G.C.Kuehn, τόμ. 9, σελ. 570. Και η σημερινή ανακοίνωση ας αποτελέσει το έναυσμα να συγκεντρωθούν οι αρχαίοι ιατρικοί όροι, οι οποίοι καθιερώθηκαν από τους συγγραφείς των ιατρικών θεμάτων κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και μετά την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής Αθηνών το 1837 και αποτέλεσαν τη βάση για την σημερινή ελληνική ιατρική ορολογία, και γενικότερα για την διεθνή ιατρική ορολογία.
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, α', G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 348.
[2] Γαληνού Περί κράσεων, Βιβλίον Α', κεφ. στ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΧ, σελ. 570.
[3] Γαληνού, Θεραπευτικής μεθόδου, Βιβλίον Β', G.C.Kuehn, τόμ. Χ, σελ. 82.
[4] Γαληνού, Περί χρείας..., Λόγος Θ', κεφ. δ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 628. Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1149.
[5] Γαληνού, Περί χρείας..., Λόγος Θ', κεφ. θ', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 660-661.
[6] Γαληνός, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 708.
[7] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Θ', κεφ. ιδ', G.C.Kuehn, τόμ.ΙΙΙ, σελ. 675.
[8] Μελετίου, Πεί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne P.G., τόμ. 64, σελ. 1160.
[9] Γαληνού, Περί χρείας..., G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 551.
[10] Γαληνού, Περί χρείας..., Λόγος Η', κεφ. ια', G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 553.
[11] Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, 1554, σελ. 32.
[12] Γαληνού, 'Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 368.
[13] Γαληνού 'Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 362.
[14] Γαληνός, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 441.
[15] Γαληνού, Προς Γλαύκωνα θεραπευτικόν βιβλίον Β', κεφ. α', G.C.Kuehn, τόμ. 11, σελ. 71.
[16] «καλείται με υπό τινων ύδερος εις αμίδα το πάθημα, διαβήτην δ' ένιοι προσαγορεύουσι, άλλος σε τις παλαιός ανήρ εις ούρα διάρροιαν ωνόμαζε», Γαληνός, Περί κρίσεων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΧ, σελ. 597.
ΠΗΓΗ: ΔΗΜ. ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σε συνεργασία με την Α. Οικονομοπούλου
Ελληνική Εταιρεία Ιστορίας της Παιδιατρικής, Αθήνα